Κάποτε ήταν ένα παλικάρι που τον έλεγαν Εφιάλτη. Άλλοι τον ξέρουν από την ιστορία, άλλοι από ιστορικά κουτσομπολιά και άλλοι από ταινίες. Σύμφωνα με τις τελευταίες γνώμες, το παλικάρι αυτό ήταν δύσμορφο αλλά ήθελε πολύ να βοηθήσει. Όταν ο Λεο ο μουσάτος του κοψε τον βήχα και του πε οριστικά όχι, αυτός δεν μπορούσε να το χωνέψει. Έτσι, όταν οι Σπαρτιάτες είχαν φτάσει στη Vo2 max κάνοντας αερόβια και hiit με την ευγενική χορηγία των Περσών σε ανθρώπινους σάκους, ο Εφι είχε τη φαεινή ιδέα να κάνει τον ρεπόρτερ. Η κατάληξη γνωστή, τα χαμόγελα σβήστηκαν όπως και τα φώτα που έπεσαν ξαφνικά.
Πάνω κάτω την ίδια εποχή, τω καιρώ εκείνω, σε ένα άλλο μέρος τίγκα στην κουκουβάγια και τις συκιές, ήταν ένας όμορφος γόης που τον έλεγαν Αλκιβιάδη. Αυτός ο νέος ήταν λιγουλάκι ξερόλας και όλο μιλούσε. Έλεγε, έλεγε και σταματημό δεν είχε. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν έλεγε απλά αλλά παρακινούσε κιόλας τους συμπολίτες του να ανοίξουν ένα πόλεμο που την κατάληξή του τη θεωρούσε σίγουρη. Ένας κυριούλης, πιο ταπεινός, που τον έλεγαν Νικία, Νίκ δε γκρικ ή κάτι άλλο, τα χε πάρει στο κρανίο γιατί οι συμπολίτες του είχαν πάθει παράκρουση και ήταν έτοιμοι να κάνουν τη βλακεία του αιώνα. Τελικά επέμεινε και γράφτηκε στα πρακτικά πως διαφωνούσε αλλά οι τύποι τότε την έπαθαν παρόλο που είχαν την υπεροχή. Ποιοι να ταν άρχοντες; Ποιος να θυμάται. Ο Νικίας πάντως μίλησε και ο Άλκης μετά την γκέλα πήρε το κουβαδάκι του και πήγε αλλού, κατάληξη καλή πάντως δεν είχε.
Όσο για τα μίση αν σβήστηκαν. Κανείς δεν ξέρει. Το τέλος της δεύτερης ιστορίας πάντως το υπέγραψε μετά από αιώνες ο Αβραμόπουλος, αλλά δεν βάζω και το χέρι μου στη φωτιά.
Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι καθαρά συμπτωματική και οι συγκρίσεις με την πραγματικότητα καλό είναι να αποφεύγονται