
Ήταν μια ηλιόλουστη ημέρα. Ο Lucius Tarquinius και ο Mark Atilius καθόντουσαν σε έναν κορμό δέντρου απολαμβάνοντας τον ήλιο.
βΚοίτα Luciusβ, ρώτησε ξαφνικά ο οδηγός του καραβανιού, βαν είναι μια συνοριακή πόλη τότε θα πρέπει να υπάρχουν Γαλάτες και Τεύτονες έμποροι εδώ, σωστά; Θέλω να φέρω μερικά σουβενίρ στο σπίτι και είμαι σίγουρος ότι δεν μπορούμε να βρούμε τέτοια προϊόντα στις κεντρικές περιοχές.β
βΈχεις δίκιοβ, συμφώνησε ο αρχιτέκτονας βΒλέπεις αυτήν την πόλη στον λόφο εκεί κάτω; Πήγαινε προς εκείνη την κατεύθυνση και θα βρεις μια αγορά όπου πουλούν μόνο Τεύτονες και Γαλάτες. Να θυμάσαι όμως ότι οι τοπικές φυλές δεν συμπαθούν τους Ρωμαίους. Οι Τεύτονες είναι ειλικρινής, δεν λένε ποτέ ψέματα. Οι Γαλάτες είναι το αντίθετο - δεν λένε ποτέ την αλήθεια. Πήγαινε μόνος, πρέπει να δώσω στους εργάτες ορισμένες οδηγίες.β
Ο Mark Atilius πήγε στην αγορά. Την βρήκε πραγματικά γρήγορα. Επισκέφτηκε έναν σιδηρουργό όπου είδε ορισμένα σιδερένια μαχαίρια και άλλο εξοπλισμό, καθώς και τον αγγειοπλάστη με τα διακοσμημένα πήλινα και τον ξυλουργό με τις όμορφες ξύλινες φιγούρες του. Όταν επισκέφτηκε έναν φούρναρη βρήκε ότι είχε ξεχάσει την τσάντα του με τα λεφτά σε ένα από τα άλλα καταστήματα. Ο Atilius έτρεξε πίσω και είδε όλους τους τρεις εμπόρους που μιλούσαν μεταξύ τους. βΜε συγχωρείτε, αξιότιμοι έμποροι, αλλά ξέχασα τα χρήματά μου σε ένα από τα καταστήματά σας.β
Οι έμποροι κοιτάχτηκαν.
βΟ αγγειοπλάστης είναι Γαλάτης, φυσικά, αλλά ξέχασες τα χρήματά σου στο κατάστημα του ξυλουργού.β είπε ο σιδηρουργός.
βΠαρεμπιπτόντως, τόσο ο σιδηρουργός όσο και ο ξυλουργός ανήκουν στην ίδια φυλή.β πρόσθεσε ο αγγειοπλάστης
βΟ αγγειοπλάστης λέει την αλήθεια.β συμφώνησε ο ξυλουργός. βΑλλά άφησες τα χρήματά σου στο δικό του κατάστημα.β
Ο Mark Atilius σκέφτηκε λίγο. βΤι μου είπε ο Lucius; Οι Τεύτονες δεν λένε ποτέ ψέματα. Οι Γαλάτες πάντα; Πως ξέρω ποιος είναι Τεύτονας και ποιος Γαλάτης;β αναρωτήθηκε ο οδηγός του καραβανιού.
Εργασία:
Βοήθα τον οδηγό του καραβανιού να βρει σε ποια φυλή ανήκει ο κάθε έμπορος και που άφησε τα χρήματά του.